- χρησμολόγος
- -ο / χρησμολόγος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούςνεοελλ.1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγοςάτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τούς μελετήσει2. πρόσωπο που αρέσκεται στην χρησιμοποίηση ακατανόητων λόγωναρχ.αυτός που ασχολείται με τη συλλογή χρησμών για να κερδίσει χρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.